συγκρατικός

συγκρατικός
συγκρατικός
in combination
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκρατικός — (I) ή, όν, Μ [συγκρατῶ] αυτός που ενισχύει κάποιον. (II) ή, όν, Α [σύγκρασις] συγκραματικός*. επίρρ... συγκρατικῶς Α με συνδυασμό …   Dictionary of Greek

  • συγκρατικόν — συγκρατικός in combination masc acc sg συγκρατικός in combination neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατικαῖς — συγκρατικός in combination fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατικαί — συγκρατικός in combination fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατικοῦ — συγκρατικός in combination masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατικῆς — συγκρατικός in combination fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατικῇ — συγκρατικός in combination fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατική — συγκρατικός in combination fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατικήν — συγκρατικός in combination fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՇԱՐԱԿԱԼՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0470 Chronological Sequence: 8c ա. συγκρατικός, συνέχων commiscens եւ comprehendens, continens. Պինդ ունօղ. եւ Շարունակօղ. *Միաւորական իմն եւ շարակալու զօրութիւն իմասցուք (զսէրն). Դիոն. ածայ.: *կարօտ գոլ մարմնոց՝ շարակալուի, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”